- ευκτός
- -ή, -ό (ΑΜ εὐκτός, -ή, -όν) [εὔχομαι]1. αυτός τον οποίο μπορεί να ευχηθεί, να επιθυμήσει κάποιος, ο επιθυμητός («τὰ εὐκτὰ παρὰ τῶν θεῶν ᾐτησάμην», Σοφ.)2. αυτός που αξίζει να επιθυμήσει κάποιος, ο ποθητός («εὐκτὸν ἀνθρώποισι», Ευρ.)αρχ.αφιερωμένος, ταμένος.επίρρ...εὐκτῶς (Μ)κατά την ευχή.
Dictionary of Greek. 2013.